- ἐπισκευαστάς
- ἐπισκευαστά̱ς , ἐπισκευαστήςone who equipsmasc acc plἐπισκευαστά̱ς , ἐπισκευαστήςone who equipsmasc nom sg (epic doric aeolic)ἐπισκευαστά̱ς , ἐπισκευαστόςrepairedfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.